- κοντραστάρω
- αμετ. перечить, спорить; возражать, противоречить
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κοντραστάρω — και κοντρεστάρω (λ. ιταλ.), πάω κόντρα, αντιτάσσομαι, αντιδρώ, εναντιώνομαι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κοντραστάρω — και κοντρεστάρω (Μ κοντραστάρω) 1. εναντιώνομαι, αντιμάχομαι, πηγαίνω κόντρα, αντιλέγω, ανταγωνίζομαι 2. αγωνίζομαι, πολεμώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. contrastare] … Dictionary of Greek
παροξύνω — ΝΜΑ [οξύνω] 1. κάνω κάτι οξύ, αιχμηρό, ακονίζω κάτι 2. μτφ. παρακινώ, προτρέπω, παροτρύνω κάποιον προς κάτι («τούτους ἐπαινῶν τε παρώξυνε», Ξεν.) 3. εξάπτω, διεγείρω, ερεθίζω («πατρὸς δὲ μὴ παροξύνης φρένας», Ευρ.) 4. γραμμ. τονίζω την… … Dictionary of Greek
αντιλέγω — αντίλεξα, αντιμιλώ, κοντραστάρω: Αυτός σχεδόν πάντα αντιλέγει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)